- βοηθητικός
- -ή, -ό (AM βοηθητικός, -ή, -όν) [βοηθώ]κατάλληλος ή ικανός να βοηθήσεινεοελλ.1. εκείνος που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα σημασία2. το αρσ. ως ουσ. ο βοηθητικόςο στρατιώτης που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους αλλά εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες3. γραμμ. «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. έχω γράψει, είμαι γραμμένος).
Dictionary of Greek. 2013.