βοηθητικός

βοηθητικός
-ή, -ό (AM βοηθητικός, -ή, -όν) [βοηθώ]
κατάλληλος ή ικανός να βοηθήσει
νεοελλ.
1. εκείνος που υποβοηθεί, που έχει δευτερεύουσα σημασία
2. το αρσ. ως ουσ. ο βοηθητικός
ο στρατιώτης που λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατατάσσεται στους μάχιμους αλλά εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες
3. γραμμ. «βοηθητικά ρήματα» — όσα χρησιμεύουν για σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων όλων των άλλων ρημάτων (π.χ. έχω γράψει, είμαι γραμμένος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βοηθητικός — ready masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να βοηθήσει: Η εργασιακή εμπειρία είναι βοηθητική στην καριέρα κάποιου. 2. (γραμμ.), βοηθητικά ρήματα, βοηθητικά μόρια: Τα ρήματα έχω και είμαι ονομάζονται βοηθητικά. 3. ο δευτερεύων, όχι ο βασικός και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοηθητικά — βοηθητικός ready neut nom/voc/acc pl βοηθητικά̱ , βοηθητικός ready fem nom/voc/acc dual βοηθητικά̱ , βοηθητικός ready fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικώτερον — βοηθητικός ready adverbial comp βοηθητικός ready masc acc comp sg βοηθητικός ready neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικόν — βοηθητικός ready masc acc sg βοηθητικός ready neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικώτατα — βοηθητικός ready adverbial superl βοηθητικός ready neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικοῦ — βοηθητικός ready masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικούς — βοηθητικός ready masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητικῆς — βοηθητικός ready fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθητική — βοηθητικός ready fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”